-
1 γυιών
γυίζωtake in the hand: fut part act masc nom sg (attic epic doric)γυιόςlame: fem gen plγυιόςlame: masc /neut gen plγυιόωlame: pres part act masc voc sg (doric aeolic)γυιόωlame: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)γυιόωlame: pres part act masc nom sgγυιόωlame: pres inf act (doric) -
2 γυιῶν
γυίζωtake in the hand: fut part act masc nom sg (attic epic doric)γυιόςlame: fem gen plγυιόςlame: masc /neut gen plγυιόωlame: pres part act masc voc sg (doric aeolic)γυιόωlame: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)γυιόωlame: pres part act masc nom sgγυιόωlame: pres inf act (doric) -
3 γυίων
ἐγγυάωgive: pres part act masc nom sg (epic doric ionic)γυί̱ων, γυῖονlimb: neut gen plγυιόωlame: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)γυιόωlame: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
4 γυῖον
a bodyἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον O. 8.68
( ἄκων)ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
b limb pl. only.ἢ γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα P. 3.52
ἐσθὰς ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις P. 4.80
γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν P. 4.253
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία N. 4.5
καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντι θρασεῖ N. 5.39
ἐγὼ δἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι. i. e. τεθνάναι Σ.) N. 8.38δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.46
-
5 ἄεθλος
1 contestἀέθλων γἕνεκεν O. 1.99
ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφάν O. 2.13
νέοις ἐν ἀέθλοις O. 2.43
μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15
μεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν O. 3.21
τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων O. 4.3
ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6
τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.69
μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79
μᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία O. 8.1
ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64
ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15
ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν O. 14.24
ἀέθλων Πυθίων P. 3.73
γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν P. 4.253
ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων P. 5.53
νικαφόροις ἐν ἀέθλοις P. 8.26
καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70
ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102
σὺν δ' ἀέθλοιςἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115
γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7
μεγάλων δ' ἀέθλων Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ N. 1.11
ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17
τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν N. 2.19
ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν N. 4.73
Νεμέας ἐξ ἐράτων ἀέθλων N. 6.12
ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (i. e. the Hekatombaia at Argos.) N. 10.23ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων. N. 11.23
ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων (sc. Ἰσθμός.) I. 1.11 ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, I. 1.50εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.1
ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος I. 4.26
καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον (Er. Schmid: ἀέθλων τέρμα codd.: i. e. the Theban Iolaia) I. 4.67ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν I. 5.7
καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.5
ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων I. 9.8
διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν (hypallage: exploits in the games of Greece.) Pae. 4.22b met. contest, taskἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται O. 1.84
“ τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον” P. 4.165καὶ τάχα πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν πατρωίων P. 4.220
“θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion I. 6.48 -
6 ἀμφίς
ἀμφίς prep. c. gen.,1 about, concerning γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν ἐσθᾶτος ἀμφίς (ἵν' ᾖ τὸἔπαθλον ἐσθής. Σ.) P. 4.253 -
7 ἐπιδείκνυμι
1 make a display ofεἰ δέ τις μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14
med., γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν ἐσθᾶτος ἀμφίς ( κρίσιν codd.: ἶν coni. Kayser) P. 4.253 μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου (sc. τοῦ Ἀπόλλωνος) fr. 32. -
8 ἐρίζω
1 struggle, contest abs.,ἐν δρόμοις Πέλοπος ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.95
καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντι θρασεῖ N. 5.39
καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ ὑφ' ἅρμασιν ἵπποι I. 5.4
Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ (Benedictus: ἔρισας cod.) I. 8.27 c. acc. cogn.,ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων Pae. 6.87
οὐ ψεῦδος ἐρίξω ? strive in falsehood fr. 11. c. dat., ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί, χειρόνεσσι δ οὐκ ἐρίζει (sc. φθόνος) N. 8.22Πανελλάνεσσι δ' ἐρίζομενοι δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων I. 4.29
c. πρός, ἀντία, against,οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285
χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88
-
9 ἐσθάς
1 garmentἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις, ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο φρίσσοντας ὄμβρους P. 4.79
γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν ἐσθᾶτος ἀμφίς (codd.: ἶν coni. Kayser: cf. Simonides, fr. 547 PMG) P. 4.253 -
10 θρασύς
θρᾰσύς (-ύν; -εῖ(α), -είᾳ, -εῖαι, -ειᾶν; -ύ, -εῖ, -έων: preceding vowel always lengthened except P. 12.7)a bold, intrepidθρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς P. 10.44
Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50
καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντι θρασεῖ N. 5.39
ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.3
“ λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” I. 6.45 θρασειᾶν ἀλωπέκων fr. 237. c. epexeg. inf.,θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.50
Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι (cf. Eustath., Il. 311. 21. ὡς καὶ τῶν Δολόπων δεξιῶν ὄντων σφενδονητῶν) fr. 183.b in bad sense, savage θρασειᾶν λτ;Γοργόνων> P. 12.7θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες I. 1.13
παῖδα ποντίας Θέτιος θρασεῖ φόνῳ πεδάσαις Pae. 6.86
-
11 κρίσις
1 judgingμεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν καὶ πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.21
μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις O. 7.80
γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν ἐσθᾶτος ἀμφίς (ἶν coni. Kayser metr. gr.) P. 4.253βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν N. 10.23
ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν (i. e. ὅτι ἡμῖν κρίνεται) fr. 131b. 4. -
12 σθένος
σθένος (-ος, -ει, -ος.)a strengthI of the human body.τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26
καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντιθρασεῖ N. 5.39
( ἄκων)ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.73
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου, σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τε μορφάεις I. 7.22
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα οὐ σθένος fr. 38. Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος Θρ. 3. 1. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. add. gen.,ἀγωνίας δ' ἕρκος οἶον σθένος P. 5.113
II (natural) strength, power, forceχθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.51
“ σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” P. 4.144 ( ἄρουραι)ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.11
νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον (sc. φέρεις: of an eclipse of the sun) Πα.. 1. ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ with its wintry strength Παρθ. 2. 17. met.,ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.2
b c. gen., in periphrasis, strong, powerfulζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22
ὅταν καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.12
κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34
τέκε Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.86
τὸ πάντολμον σθένος Ἡρακλέος ὑμνήσομεν; fr. 29. 4.c frag. ]ν σθένος ἱεράν[ Pae. 3.93
-
13 κλαδάσσομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαδάσσομαι
-
14 λύω
λύω, poet. imper.Aλῦθι Pi.Fr.85
: [tense] fut. λύσω [ῡ] Il.1.29, etc.: [tense] aor.ἔλῡσα 18.244
, etc.: [tense] pf.λέλῠκα Th.7.18
, Ar.V. 992 ( ἀπο-), etc.:— [voice] Pass., [tense] pf.λέλῠμαι Il.8.103
, etc.: [tense] plpf. ἐλελύμην [ῠ] Od.22.186, etc.: [tense] aor. ἐλύθην, [dialect] Ep. λύθην [ῠ] 8.360, E.Hel. 860, Th.2.103, etc.: [tense] fut. , Isoc.12.116, etc., also λελύσομαι [ῡ] D.14.2, X. Cyr.6.2.37 ( ἀπο-): [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass. λύμην [ῠ] Il.21.80; λύτο [ῠ] ib. 114, butλῦτο 24.1
(at beginning of line, v.l. λύτο);λύντο 7.16
: also [ per.] 3sg. opt. [tense] pf.λελῦτο Od.18.238
:—[voice] Med., [tense] fut.λύσομαι Il.1.13
, etc.: [tense] aor.ἐλυσάμην 14.214
: [tense] pf. [voice] Pass. λέλῦμαι in med. sense, D.36.45, Arist.Rh. 1400a22 (cf. δια-, κατα-λύω): [tense] fut. λύσομαι in pass. sense, ( δια-) Th.2.12, ( ἐπι-) Lys.25.33 codd. ( καταλύσεσθαι edd.), ( κατα-) X.Cyr.1.6.9.—Homer uses all tenses exc. [tense] pf. [voice] Act., [tense] pres. and [tense] fut. [voice] Pass. [In [tense] pres. and [tense] impf. [pron. full] ῡ always in [dialect] Att., [pron. full] ῠ mostly in [dialect] Ep., though Hom. has [pron. full] ῡ twice,ἔλῡεν Il.23.513
, λῡει Od.7.74; also in compds.,ἀλλῡεσκεν 2.105
, ἀλλῡουσαν ib. 109: in [tense] fut. and [tense] aor. 1 [pron. full] ῡ always: in other tenses [pron. full] ῠ always, exc. in the forms λελῦτο, λῦτο (v. supr.).] (Cf. Lat. luo (pay), re-luo, solvo (for se-luo), solūtus, etc.):— loosen:I of things, unbind, unfasten, esp. clothes and armour, λῦσε δέ οἱ ζωστῇρα, θώρηκα, Il.4.215, 16.804; λ. παρθενίην ζώνην loose the maiden-girdle, of the husband after marriage, Od. 11.245; of the wife,λύοι χαλινὸν ὑφ' ἥρωϊ παρθενίας Pi.I.8(7).48
; ; soἔλυσας.. ἅγνευμα σόν Id.Tr. 501
; freq. of the tackling of ships, λ. πρυμνήσια, ἱστία, λαῖφος, etc., Od.2.418, 15.496, 552, h.Ap. 406, etc. (never in Il.); λ. πρύμνας, νεῶν πόδα, E.Hec. 539, 1020, etc.: abs., λύειν, of ships, set sail,λῦε, κυβερνήτα APl.1.6
*.9 ([place name] Panteleus); ἀσκὸν λ. untie a skin (used as a bag), Od.10.47: freq. in Trag., λ. στολάς, πέπλον, S.OC 1597, Tr. 924; λ. ἡνίαν slacken the rein, Id.El. 743; κλῄθρων λυθέντων when the gates have been opened, A.Th. 396; λ. γράμματα, δέλτον, open a letter, E.IA38 (anap.), 307; λ. πέδας, δεσμά, A.Eu. 645 ([voice] Pass.), E.HF 1123; ; ἀρτάνας.. δέρης ἔλυσαν loosed it from my neck, ib. 876, cf. E.Hipp. 781:—[voice] Med., ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα undid her belt, Il.14.214; but λύοντο τεύχεα they undid the armour for themselves, i.e. stripped it off (others), 17.318; later λυσαμένα πλοκαμῖδας unbinding her hair, Bion 1.20, etc.b in various phrases, στόμα λ. open the mouth, E.Hipp. 1060, Isoc.12.96;γλώσσας λ. εἰς αἰσχροὺς μύθους Critias 6.9
D.; λ. βλεφάρων ἕδραν wake up, E.Rh.8 (anap.); λ. ὀφρύν unfold the brow, Id.Hipp. 290;λ. ἄχος ἀπ' ὀμμάτων S.Aj. 706
(lyr.), etc.2 of living beings,a of horses, etc., unyoke, unharness, opp. ζεύγνυμι, Od.4.35; ἐξ ὀχέων, ὑπὲξ ὀχέων, Il.5.369,8.504;ὑφ' ἅρμασιν 18.244
;ὑπὸ ζυγοῦ Od.4.39
:ὑπὸ ζυγόφιν Il.24.576
;ὑπ' ἀπήνης Od.7.6
(also in [voice] Med., μὴ.. ὑπ' ὄχεσφι λυώμεθα μώνυχας ἵππους unyoke our horses, Il. 23.7; ); λύε μώνυχας ἵππους loosed them, Il.10.498; λ. κύνα let him loose, X.Cyn.6.13, etc.b of men, release, deliver, esp. from bonds or prison, and so, generally, from difficulty or danger, Il.15.22, Od.8.345, 12.53, D.24.206, etc.; ὁ λύσων he that shall deliver, A.Pr. 771, 785: c. gen. rei,τὸν.. θεοὶ κακότητος ἔλυσαν Od.5.397
, cf. Pi.P.3.50, etc.;λ. τινὰ δεσμῶν A.Pr. 1006
; ;τὼ.. ἐκ δεσμοῖο λύθεν Od.8.360
, cf. Pi.O.4.23, A.Pr. 873, E.Hipp. 1244, Pl.R. 360c; also λ. δόμους ἁβρότατος rob the house of.., Pi.P.11.34; λ. τινὰ τῆς ἀρχῆς depose him from.., D.S.13.92:—[voice] Med., prop. get one loosed or set free,λύσασθαί τινα δυσφροσυνάων Hes.Th. 528
;ὅσπερ Ἰὼ πημονᾶς ἐλύσατο A.Supp. 1065
(lyr.):—[voice] Pass.,λυθῆναι τὰς πέδας D.S.17.116
; λέλυται γὰρ λαὸς ἐλεύθερα βάζειν, ὡς ἐλύθη ζυγὸν ἀλκᾶς has been let loose to speak, since the yoke was loosed, A.Pers. 592 (lyr.).c of prisoners, release on receipt of ransom, admit to ransom, release, Il.1.29, 24.137, 555, etc.;λ. τινά τινι 1.20
, 24.561, Od.10.298; Σαρπηδόνος ἔντεα καλὰ λύσειαν would give them up, Il.17.163; in full,λ. τινὰ ἀποίνων 11.106
;χρημάτων μεγάλων Hdt.2.135
([voice] Pass.);ἀνὴρ ἀντ' ἀνδρὸς λυθείς Th.5.3
:—[voice] Med., release by payment of ransom, get a person released, redeem, Il.1.13, 24.118, al., Od.10.284, 385, Pl.Mx. 243c, D.19.229;λύσασθαί τινας ἐκ πολεμίων Lys.12.20
;ἵππον X.An.7.8.6
;ὅσους αὐτὸς ἐλυσάμην τῶν αἰχμαλώτων D.19.169
;λ. τινὶ τὸ χωρίον Id.50.28
; ἑαυτοὺς λ. pay their own ransom, Id.19.169; buy from a pimp, Ar.V. 1353.d λελύσθαι τῶν νόμων, = Lat. legibus solvi, D.C.53.18.II resolve a whole into its parts, dissolve, break up, λ. ἀγορήν dissolve the assembly, Il.1.305;ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69
, etc.:—[voice] Pass.,λῦτο δ' ἀγών Il.24.1
;μὴ λυθείη ἡ στρατιά X.Cyr.6.1.2
; πρὶν <ἂν>.. ἡ ἀγορὰ ( market)λυθῇ Id.Oec. 12.1
;λυθείσης τῆς συνουσίας Plb.5.15.3
.2 of concrete objects, σπάρτα λέλυνται, i. e. have rotted, Il.2.135;ῥαφαὶ δ' ἐλέλυντο ἱμάντων Od.22.186
; λ. τὴν σχεδίην break it up, Hdt.4.97; [ τὴν γέφυραν] X. An.2.4.17; τὴν ἀπόφραξιν ib.4.2.25.3 esp. of physical strength, loosen, i. e. weaken, relax, λῦσε δὲ γυῖα made his limbs slack or loose, i. e. killed him, Il.4.469, al.;ὅς τοι γούνατ' ἔλυσα 22.335
; , etc.;ἀλλά οἱ αὖθι λῦσε μένος 16.332
;πέλεκυς λῦσεν.. βοὸς μένος Od.3.450
, cf. Il.17.29; but οἵ μοι καμάτῳ.. γούνατ' ἔλυσαν made my knees weak with toil, Od.20.118:—[voice] Pass., λύντο δὲ γυῖα, etc., as the effect of death, sleep, weariness, fear, Il. 7.16, etc.;καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13.85
, cf. Od.8.233;αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ Il.21.114
, 425;λύθη ψυχή τε μένος τε 5.296
, etc.;λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα Od.4.794
, 18.189;λέλυται γυίων ῥώμη A.Pers. 913
(anap.);λύεται δέ μου μέλη E.Hec. 438
;λέλυμαι μελέων σύνδεσμα Id.Hipp. 199
(anap.).b λύει βλέφαρα closes her eyes in sleep, S.Ant. 1302.c metaph.,λ. τὴν ἐν ταῖς ψυχαῖς πρὸς μάχην παρασκευήν X.HG7.5.22
.4 undo, bring to naught, destroy,πολίων κάρηνα Il.9.25
;Τροίης κρήδεμνα 16.100
, Od.13.388, cf. B.Fr.16.7: generally, put an end to,νείκεα Il.14.205
;μελεδήματα 23.62
;ἔριν E.Ph.81
, AP9.316.12 (Leon.);πόλεμον Th.5.31
;ἐπιμομφάν Pi.O.10(11).9
;μέμψιν Democr.271
; ; φόβον καὶ τὴν ὑποψίαν Polystr.p.7 W., cf. Epicur.Sent.12; ;ἀνάγκας E.Supp.39
; βίον, i.e. die, Id.IT 692; αἰῶν' ἔλυσε, i.e. died, B.1.43;λ. τὸ τέλος βίον S.OC 1720
(lyr.); μαχας Ar. Pax 991 (anap.);νοσήματα Diocl.Fr.35
([voice] Pass.), cf. Gal.6.476;κόπους Dsc.Eup.1.220
; forgive,ἁμαρτήματα LXXJb.42.9
.b in Prose, λ. νόμους repeal or annul laws, Hdt.3.82, D.3.10, Arist.Pol. 1269a15; οὐθὲν τῶν περὶ τὴν πολιτείαν ib. 1298b31;λ. ψήφῳ τὸ παράνομον Aeschin. 3.197
([voice] Pass.), etc.;ἐπεὶ ἐκεῖνοι ἔλυσαν τὰς σπονδὰς λελύσθαι μοι δοκεῖ ἡ ἐκείνων ὕβρις καὶ ἡ ἡμετέρα ὑποψία X.An.3.1.21
; rescind a vote,ψῆφον λύει ὁ νόμος D.24.2
; revoke a will,διαθήκην Is.6.33
, etc. (but in [voice] Pass., to be opened, of a will, POxy.715.19 (ii A. D.), etc.); unbind a spell, Iamb.Myst.3.27:—[voice] Pass., λέλυται πάντα all ties are broken, all is in confusion, D.25.25.c as a technical term, solve a difficulty, a problem, a question,λύεται ἡ ἀπορία Pl.Prt. 324e
, al.;λ. ζήτημα Gal.6.436
.f λ. τὴν φάσιν, of the Moon, pass out of, Vett. Val.134.1, cf. 2.5 break a legal agreement or obligation,τὸν νόμον Hdt.6.106
;τὰς σπονδάς Th.1.23
, 78, cf. 4.23, al.;τὰ συγκείμενα Lys.6.41
; σίς κε τὰς ϝρήτας τάσδε λύση whoso breaks this agreement, Inscr.Cypr.135.29 H.6 in physical sense, dissolve, λύθεν, opp. πάγεν, Emp.15.4; τὸ θερμὸν λύει, opp. πήγνυσι, Arist.Mete. 384b11, cf. 382b33 ([voice] Pass.);ἀμμωνιακὸν ὄξει λύσας Gal.11.106
; melt,παγείσας χιόνας Hdn.8.4.2
;τι πυρὶ λ. Hippiatr.52
.7 of medicines,λ. τὴν κοιλίαν Arist.Pr. 863b29
, cf. Hp.Acut.(Sp.)38, Diocl.Fr.140; so of the effects of terror, Arist.Pr. 877a32 ([voice] Pass.).IV atone for, make up for,τὰς πρότερον ἁμαρτίας Ar.Ra.
691;λύσων ὅσ' ἐξήμαρτον S.Ph. 1224
;λ. φόνον φόνῳ Id.OT 101
, E. Or. 511;αἱ πρόσοδοι λύουσι τἀναλώματα Diph.32.5
:—[voice] Med.,τῶν πάλαι πεπραγμένων λύσασθ' αἷμα.. δίκαις A.Ch. 804
(lyr.).V μισθὸν λύειν pay wages in full, quit oneself of them, used only in cases of obligation, X.Ages.2.31.2 τέλη λύειν, = λυσιτελεῖν, pay, profit. avail, ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι where it boots not to be wise, S.OT 316: but more freq. λύει without τέλη, construed like λυσιτελεῖ, abs.,λύει δ' ἄλγος E.Med. 1362
, cf. PSI4.400.16: c. dat. pers., , cf.Hipp. 441: c. inf., πῶς οὖν λύει.. ἐπιβάλλειν; Id.Med. 1112 (anap.); ἐμοί τελύειτοῖσιμέλλουσιν τέκνοις τὰ ζῶντ' ὀνῆσαι it is good for me to benefit my living children by means of those to come, ib. 566; (ii B.C.): c. acc. et inf., λύει γὰρ ἡμᾶς οὐδέν, οὐδ' ἐπωφελεῖ,.. θανεῖν it is not expedient that we should die ( οὐδ' ἐπωφελεῖ being parenthetic), S.El. 1005;οὐ γάρ με λύει.. κακορροθεῖσθαι E.Sthen.Prol.35
; cf. λυσιτελέω. -
15 πλέγμα
A anything twined or twisted, π. ἕλικος the twisting tendril of the vine, Simon.183.2;γυίων π. AP5.245
(Paul. Sil.), cf. 285 (Id.).2 plaited work, wicker-work, Pl.Lg. 734e, etc.;τὸ τοῦ κύρτου π. Id.Ti. 79d
: hence, = κύρτος, X.Cyr.1.6.28: in pl., wreaths, chaplets, E. Ion 1393; also, plaited hair, 1 Ep.Ti.2.9.3π. δικτυοειδές
the rete mirabile Galeni,Herophil.
ap. Gal.5.155, Gal.UP9.4, al. -
16 σείω
Aσεῖον Od.3.486
; [dialect] Ion. σείασκον ([etym.] ἀνας-) h.Ap. 403 (v.l. ἀνασσείσασκε): [tense] fut. , ([etym.] δια-) Hdt.6.109, ([etym.] ἐπι-) E.Or. 613: [tense] aor. , Ar.Ach.12, etc.; [dialect] Ep.σεῖσα Il.15.321
: [tense] pf. σέσεικα ([etym.] κατα-) Philem.84, ([etym.] ἐν-) Luc.Merc.Cond.30:—[voice] Med., [tense] aor. ἐσεισάμην ([etym.] ἀπ-) Thgn.348, Hdt.7.88, Ar.Nu. 287, Pl.Grg. 484a; [dialect] Ep.σείσατο Il.8.199
,ἐσείσατο Call.Ap.1
, etc.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐσείσθην Hdt.6.98
, etc.: [tense] pf.σέσεισμαι Pi.P.8.94
, Ar.Nu. 1276:—shake, move to and fro, Hom. (esp. in Il.); σ. ἐγχείας, ἔγχεα, μελίην, shake the poised spear, Il.3.345, 13.135 ([voice] Pass.), 22.133, etc.;αἰγίδα 15.321
; σανίδας ς. shake the door, 9.583; of chariot horses,σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες Od.3.486
; σ. λόφον, of a warrior, Alc.22, A.Th. 385; ἡνίας χεροῖν ς. S.El. 713; (anap.); σ. χαίτην, etc., Anacr.49, E.Cyc.75 (lyr.), Med. 1191;εὔπτερον δέμας Id. Ion 1204
; κάρα ς., as sign of discontent, S.Ant. 291; but of one dancing, E.Ba. 185; ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ ς. X.Cyn. 3.4.2 of earthquakes, which were attributed to Poseidon (cf. Pl.Cra. 403a),ὅστις νομίζει Ποσειδέωνα τὴν γῆν σείειν Hdt.7.129
; withoutτὴν γῆν, αὐτοῖς ὁ Ποσειδῶν σείσας ἐμβάλοι οἰκίας Ar.Ach. 511
, cf. Lys. 1142; βρονταῖς χθόνα ς. Id.Av. 1752;ἔσεισεν ὁ θεός X.HG4.7.4
: also impers., ἔσεισεν there was an earthquake, Th.4.52.3 metaph., agitate, disturb,πόλιν Pi.P.4.272
;τὰ πόλεος.. θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant. 163
; σ. τὴν καρδίαν turn the stomach, Ar.Ach.12; σ. τὴν κεφαλήν cause a concussion of.., Hp. Prorrh.1.143, v. infr. 11.2:—[voice] Pass.,ἐσείσθη τὴν καρδίαν Philostr.VS2.1.11
.4 in [dialect] Att., accuse falsely or spitefully, so as to extort hushmoney, blackmail,σ. καὶ ταράττων Ar.Eq. 840
, cf. Telecl.2; ; ἑτέρους τῶν ὑπευθύνων ἔσειεκαὶ ἐσυκοφάντει Antipho 6.43
, cf. BGU428.9 (ii A.D.); so perh.σείειν κατ' ἀγοράν Alciphr.3.70
(s. v.l.):—[voice] Pass., to be extorted, POxy. 1252r.37 (iii A.D.).II [voice] Pass., shake, heave, quake, of the earth,ἐσσείοντο πόδες Ἴδης Il.20.59
;Δῆλος.. πρῶτα καὶ ὕστατα.. σεισθεῖσα Hdt.6.98
: metaph., to be shaken to its foundation,τὸ τερπνὸν πιτνεῖ.. σεσεισμένον Pi.P.8.94
;οἷς.. ἂν σεισθῇ θεόθεν δόμος S.Ant. 584
(lyr.).2 generally, move to and fro, Il.14.285;φαεινὴ σείετο πήληξ 13.805
;κόμαι σείονται Ar.Lys. 1312
; ὄρχος σειόμενος φύλλοισι an orchard waving with foliage, Hes.Sc.[299]; ὀδόντων οἱ πλεῦνες ἐσείοντο his teeth were loose, Hdt.6.107;σεισθῆναι σάλῳ E.IT46
;τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Ar.Nu. 1276
;ὁκόσων ἂν σεισθῇ ὁ ἐγκέφαλος Hp.Aph.7.58
;σείεσθαι τὴν ὄψιν Thphr.Vert.8
.III [voice] Med., shake something of one's own, from oneself, etc.,σεισαμένας πτερὰ ματρός Theoc.13.13
;σ. γυίων ἄπο νήχυτον ἅλμην A.R.4.1367
;σ. πλοκαμῖδας AP5.272
(Agath.). -
17 σέλας
Aσέλαϊ Il.17.739
, [var] contr.σέλᾳ Od.21.246
; gen.σέλαος Plot.6.7.33
, : pl. , al., Plu.Caes.63, AP9.289 (Bass.); gen. codd. ( σελῶν ap.Stob.):—light, brightness, flame,πυρός Il.19.366
, al.; καιομένοιο πυρός, π. αἰθομένοιο, ib. 375, 8.563; ἐν σέλαϊ μεγάλῳ, without any word added, 17.739; δαΐδων ς. Od.18.354, Hes.Sc. 275;σ. λάβρον Ἡφαίστου Pi.P. 3.39
;ἀπὸ.. λάμπε γυίων σ. ὧτε πυρός B.16.104
; Ἥφαιστος.. λαμπρὸν ἐκπέμπων ς., of a beacon fire, A.Ag. 281, cf. 289; Ἡφαιστότευκτον, of a volcano, S.Ph. 986; ; ἐφέστιον ς. S.Tr. 607; of the heavenly bodies,σ. γένετ' ἠΰτε μήνης Il.19.374
; ἁλίου ς. A.Eu. 926 (lyr.), S.El.17, Ar.Av. 1711; of day light, καθαρὸν ἁμέρας ς. Pi.Fr.142.4, cf. S.Aj. 856; πρὶν θεοῦ δῦναι ς. E.Supp. 469;τὸ σ. καὶ τὸ φῶς ταὐτόν Pl.Cra. 409b
; lightning, flash of lightning, δαιόμενον ς. Il.8.76, cf. Democr.152; Διὸς ς. S.OC95;σ. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Hdt.3.28
; meteor, Arist.Mu. 395a31; torchlight, h.Cer.52, A.R.4.808, cf. AP9.46, etc., the flash of an angry eye, ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν ς. A.Pr. 358, cf. E.Cyc. 663 (so in Hom., ὄσσε λαμπέσθην ὡς εἴ τε πυρὸς ς. Il.19.366; ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡς εἰ σ. ἐξεφάανθεν ib.17): metaph. of love, Theoc.2.134, cf. AP12.93 (Rhian.). -
18 τρυφερός
A delicate, dainty,αὐχήν Batr.66
; (lyr.); χεῖρες, χρώς, σάρξ, AP5.65 (Rufin.), 150 (Mel.), 12.136; of a soft material, BGU1080.19 (iii A. D.); of almonds, Arist.Fr. 277; of fish, tender, soft-fleshed, Xenocr. ap. Orib.2.58.5 ([comp] Comp.), Sor.2.15 ([comp] Comp.); of an infant, Id.1.82:τὸ τ.
dainty softness,Ar.
Ec. 901 (lyr.);Θεσσαλικὸς δὲ θρόνος, γυίων -ωτάτη ἕδρα Critias 2
;ὀθόνια Sor. 1.49
; τελαμῶνες ib.83;φύλλα -ώτερα Dsc.2.161
:—τρυφερόν, τό, name of a medicine, Gal. 12.757, cf. 844.II of persons, their life and habits, effeminate, luxurious, voluptuous, Ar.V. 551 ([comp] Comp.), etc.;ἡ τ. Ἰωνία Call.Com.5
(anap.);ἡ τ. Αέσβος Antiph.174.5
(lyr.);τ. βίῳ σύνεστιν Men.Kith.Fr.1.9
;τ. τρόποι Pl.Com.178
: τὸ τ. effeminacy,ἐς τὸ -ώτερον μετέστησαν Th.1.6
. Adv.,ἀκολάστως καὶ -ρῶς ζην Arist. Pol. 1269b23
: neut. as Adv., voluptuously,Ar.
V. 1169; τ. καλέειν call softly, Theoc.20.7, cf. 21.18: [comp] Comp.- ώτερον
more wantonly,D.C.
60.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυφερός
-
19 ἀκηράσιος
A untouched, ἀ. λειμῶνες meadows not yet grazed or mown, h.Merc.72; γυίων ἄνθος ἀ. pure, fresh, AP12.93 (Rhian.); σκῆπτρα ἀ. inviolate, Epigr.Gr.907 ([place name] Sinope).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκηράσιος
-
20 ἀπαείρω
II trans., remove, ὀθόνην ἀπὸ γυίων Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE5.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαείρω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γυιῶν — γυίζω take in the hand fut part act masc nom sg (attic epic doric) γυιός lame fem gen pl γυιός lame masc/neut gen pl γυιόω lame pres part act masc voc sg (doric aeolic) γυιόω lame pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) γυιόω lame pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυίων — ἐγγυάω give pres part act masc nom sg (epic doric ionic) γυί̱ων , γυῖον limb neut gen pl γυιόω lame imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γυιόω lame imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδάσσομαι — (Α) κινούμαι με ορμή («αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός] … Dictionary of Greek
πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να … Dictionary of Greek